- παραγγελιοδότης
- ο-η, πληθ. -ες, -ών, αυτός που δίνει την εντολή, την παραγγελία, συνήθ. εμπορική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραγγελιοδότης — ο, θηλ. παραγγελιοδότρια (νομ.) άτομο που δίνει σε άλλον, στον παραγγελιοδόχο, εντολή να διενεργήσει εμπορικές πράξεις στο όνομα τού δεύτερου αλλά για λογαριασμό τού πρώτου έναντι αντιπαροχής, αλλ. παραγγελέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγγελία + δότης… … Dictionary of Greek
παραγγελέας — ο / παραγγελεύς, ΝΑ νεοελλ. ο παραγγελιοδότης αρχ. μηνυτής, κατήγορος, ενάγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. εισ αγγελεύς] … Dictionary of Greek